- τεφρίτης
- Ηφαιστειακό πέτρωμα, που προέρχεται από τη στερεοποίηση ενός βασικού μάγματος και χαρακτηρίζεται από την εξής ορυκτολογική σύσταση: αστριοειδή (λευκίτης ή νεφελίνης), ασβεστονατριούχο πλαγιόκλαστο και πυρόξενος (αυγίτης ή αιγιριναυγίτης). Κλασικοί αντιπρόσωποι του πετρώματος αυτού είναι οι στερεοποιημένες λάβες του Βεζούβιου (λευκιτικοί τεφρίτες)· επειδή περιέχουν συχνά και oλιβίνη, σε διάφορες ποσότητες, μεταπίπτουν στον τύπο του βασανίτη, που είναι το βασικότερο πέτρωμα από τους τεφρίτες.
* * *ο, Ν1. εντομολ. γένος δίπτερων κυκλόρραφων εντόμων2. (πετρογρ.) έκχυτο εκρηξιγενές με γκριζόμαυρο χρώμα πέτρωμα, που αποτελεί ποικιλία τού βασανίτη και περιέχει πλαγιόκλαστα, αστριοειδή και πυρόξενο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεφρός «σταχτής» + κατάλ. -ίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.